ΑΠΟΘΑΝΕΤΩ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΦΥΛΛΩΝ

Monday, June 11, 2007

Ήταν οι σκέψεις μας θολές σαν άνθιζαν τα γιασεμιά πλάι στα καλοκαίρια. Κάτι παλιές φωτογραφίες με ξεφτισμένες τις άκρες τους, θύμιζαν τις παλάμες μας νωπές να αγροικούνε τις γραμμές που θά'ρθουν να χαρακτούν,σε μακρυνά φεγγάρια. Κείνες οι μυρωδιές πού ξεχαστήκαν πάνω στις καμινάδες μιας πόλης, μέσα σε τοίχους αδειανούς απ'τη σιωπή.Κείνα τα ηλιογέρματα γιομάτα πικροδάφνες και ματωμένα γόνατα, άγουρα δάκρυα στα τυλιγάδια ενός γέλιου, κέρινες κούκλες σπασμένες με όνειρα, απόμειναν ρυτίδες στα μάτια ενός ανθρώπου.
Κι ήρθαν οι μέρες ν'ανοιχτούν οι Συμπληγάδες της ψυχής, στα ικριώματα ν'ανθίσουν λαιμητόμοι. ''Για ποιά ψυχή[;] Για ποιά ψυχή[;], πρέπει εγώ να μολογήσω, στερνό μου καλοκαίρι; ''. Μα ήσαν οι καιροί του θερισμού κι είχαν ανάγκη τις ψυχές στο μάγκανο του Άδη. Δρόμος για λυτρωμό πού σώθηκε μαζί με την ελπίδα. Καιρός γι'αλήθειες.
Γυρίσαμε τις απαλάμες μας στον ήλιο καθώς οι απόσκιοι ροδαμοί πού γλύφουν τα κεντίδια του σαν στερέψουν τ'αδράχτια τ' ουρανού. Ψαύαμε έναν καιρό γιομάτο θύμησες, αυλάκια πίσω απ'τις φλέβες της αφής, βουβά τα χάδια των παλιών.Τίποτε. Κι άλλοι σαν εμάς σαν κάτι να φωνάξανε μέσα απο τραυλίσματα και ήχους σφαγερούς. ''Κατάρα η μνημονιά των χρόνων πού περάσαν''.
Ξεσπάσαν λυγμωδοί κι ανθρώποι σκορπιστήκανε στις άκρες του ορίζοντα σαν να 'ναι το φευγιό τους λέει, μια κάποια λύση.''Δεν βαστάνε τ'ανθρώπινα δοκάρια τσεκουριές,είναι πού δεν βαστούν αλήθειες''. Κι όποιος ετόλμησε θαρείς να αντιλογήσει, μαχαίρι στα μεριά του τα χέρια των Θεών θε να το στρίψουν. Ασκέρι των θεών πικρό κι αβόλετο.
Καιρός γι'αλήθειες.

0 σχόλια:

 
Google Analytics Alternative